μασταρύζω

μασταρύζω
μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μαστάζω* (< μάσταξ*) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μασταρύζω — mumble pres subj act 1st sg μασταρύζω mumble pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρύζει — μασταρύζω mumble pres ind mp 2nd sg μασταρύζω mumble pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρύζειν — μασταρύζω mumble pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρίζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …   Dictionary of Greek

  • μαστηρύζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”